ενούρηση

ενούρηση
η
(ιατρ.), άθελη ούρηση παιδιών (και ιδίως στον ύπνο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… …   Dictionary of Greek

  • διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… …   Dictionary of Greek

  • παράτριμμα — (Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και… …   Dictionary of Greek

  • τικ — Aκανόνιστη κίνηση, που επαναλαμβάνεται δίχως σκοπό και στερεοτυπική, που διαφέρει από τον τρόμο, γιατί απουσιάζει ο ρυθμός. Είναι μια μορφή νεύρωσης καταναγκασμού. Το άτομο που πάσχει από αυτήν αισθάνεται την προτρεπτική ανάγκη εκτέλεσης μιας… …   Dictionary of Greek

  • υπνουρία — η, Ν νυκτερινή ενούρηση, το να ουρεί κανείς στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + ουρία (< ούρο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”